- εὐσκέπαστον
- εὐσκέπαστοςwell-coveredmasc/fem acc sgεὐσκέπαστοςwell-coveredneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσκέπαστος — εὐσκέπαστος, ον (Α) 1. αυτός που σκεπάζεται εύκολα, που προστατεύεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσκέπαστον το καλό υπόστεγο … Dictionary of Greek